5/9/10

Ένα κι ένα γράμμα που δεν περίμενε. (Απ' τους Γιους της Αριζάν)

Η Ευγενία τότε συνειδητοποίησε πόσο της είχε λείψει να είναι αυτό ακριβώς. Ένα παιδί… που δεν ξέρει τίποτα για όλ’ αυτά… που δεν έχει ιδέα για την Αντάκρη. Που γι’ αυτήν οι μάγισσες είναι ένα παραμύθι, μια ιστορία πριν τον ύπνο και τίποτε άλλο. Αλίμονο… Ένα ταξίδι είχε αρχίσει και το που θα κατέληγε, της ήταν άγνωστο…
Άγνωστο...
άγνωστο...
άγνωστο…
«Άγνωστο!» είπε δυνατά η κοπέλα
«Άγνωστο;» ρώτησε απορημένα ο Θωμάς και την κοίταξε στα μάτια.
«Δεν είχες να κάνεις κάτι Θωμά;» προσπάθησε ν' αλλάξει την κουβέντα.
«Ναι, βέβαια, πάω να ξεπλυθώ…» είπε ο Θωμάς μ' ένα ίχνος απογοήτευσης Φεύγοντας κοντοστάθηκε χωρίς να γυρίσει. «Συγγνώμη, αν είμαι ποτέ αδιάκριτος… Ανησυχώ για σένα, αυτό είναι όλο. Δεν θέλω να πάθεις τίποτα κακό…»
Υπήρχε κάτι σκιερό στα λόγια του αντιλήφθηκε αμέσως η Ευγενία. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Θωμάς είχε αποδειχτεί διαισθητικός στο παρελθόν. Το τηλέφωνο που της είχε δώσει από ένα απλό προαίσθημα στο νοσοκομείο της είχε φανεί πολύ χρήσιμο. Ακόμη και το γεγονός ότι ήταν αυτός που την ειδοποίησε για το πολύ μυστήριο χαμό της μητέρας της φάνταζε σαν ένα παιχνίδι της μοίρας τώρα. Του χρωστούσε τόσα πολλά και την έθλιβε αφάνταστα που δεν μπορούσε να του μιλήσει και να του εξηγήσει ανοιχτά την αλήθεια…
Υπομονή Ευγενία Βασιλικού κάθε πράγμα στην ώρα του και υπάρχει μια ώρα για κάθε πράγμα. Σκέφτηκε παρηγορητικά και άνοιξε τον φάκελο.
Ήταν ένα διπλωμένο χαρτί. Ένα πολύ όμορφο απαλό γκρίζο κομμάτι σαμουά με γαλάζια νερά. Τυπωμένο από τη μία μεριά ήταν ένα φαντεζί λογότυπο με πάμπολλες πατούρες και καλλιγραφημένο σε σημείο που προκαλούσε ζαλάδα αν το κοιτούσες για ώρα. Το κείμενο έγραφε.

Είστε πράσινο ξωτικό ή μάγος (οποιασδήποτε συνομοταξίας),
Έχετε πρόβλημα με την Αναπακτή σας ή σας βασανίζει κάποιος Παράξενος Ελκυστής;
Γιορτάζει κάποιος ‘κρυμμένος’ στο σπίτι σας και θέλετε να του κάνετε κάποιο δώρο;
Έχετε πρόβλημα με τους απέθαντους ή έχουν αυτοί μαζί σας;
Θυμάστε που και που τις νεράιδες σας; (Αυτές σας θυμούνται σχεδόν πάντα!)
Δεν βρίσκετε τις νεότερες και πιο ‘ιν’ χούπελαντ που θα φορεθούν αυτόν τον χειμώνα;
Μήπως εν τέλει είστε Ονειροβάτης;

Ελάτε γρήγορα και επωφεληθείτε απ’ τις προσφορές μας (μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων) στην…

Τουονέλα

Είδη δώρων απ' την Αντάκρη
και άλλα…

κα Στέλλα

Οδός Λήθης 3


Πιο κάτω στο κέντρο του χαρτιού ήταν τυπωμένο το σχέδιο ενός περίτεχνου κλειδιού, σαν αντίκα με τρεις γλώσσες και οβάλ κεφάλι. Η Ευγενία είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα. Άρχισε να περιεργάζεται την παράδοξη μπροσούρα. Το χαρτί είχε ένα χειρόγραφο σημείωμα με πράσινο μελάνι στο πίσω μέρος.

«Τα τρία δαχτυλίδια στην πέτρα χαραγμένα
Βρες την πέτρα και τα τρία ξακουσμένα
Τα τρία δαχτυλίδια ξέχωρα κι ενωμένα
Σπάσε το ένα και δεν μένει πια κανένα»


«Να πάρει…» μονολόγησε σιγανά η κοπέλα και δίπλωσε το χαρτί. Άρχισε να χτυπάει τα μπροστινά της δόντια με το δείκτη της, ενώ το μυαλό της γύριζε με δεκάδες στροφές το δευτερόλεπτο

7/4/10

Προδημοσίευση απ' τους «γιούς της Αριζάν». Το επερχόμενο βιβλίο της Αντάκρης!


Δέσμια Νελ Όντιελ



Ήταν πολύ δύσκολο για τον Κόρβους Γκριμ, τον πλανόδιο και διαβόητο μικροπωλητή ξαφνικών εκρήξεων και άλλων εξίσου περίεργων αντικειμένων, να περπατά χωρίς μπαστούνι τα βράδια. Μουρμούριζε ακαταλαβίστικα και τα δυο του γυάλινα μάτια λαμπύριζαν ύποπτα στο αργυρόλευκο φως της Φεάλια που είχε ήδη σκαρφαλώσει στην κορυφή του ουρανού. Βήμα βήμα, σέρνοντας το ένα πόδι του και κουράζοντας υπερβολικά το άλλο, χώθηκε στη σκιά ενός μαντρότοιχου, ξεφυσώντας σαν τρένο.

Μέσα στο σκοτάδι και από μία απόσταση οι δύο άνθρωποι έμοιαζαν με καρικατούρες χαραγμένες πάνω στη λεία επιφάνεια της βαλασταριανής πέτρας.

Ο άλλος ήταν κρυμμένος στις σκιές. Ίσα ίσα διέκρινες το καπέλο του και τη χούπελαντ με τα μακριά επιβλητικά μανίκια που σχεδόν άγγιζαν το λιθόστρωτο.

«Ρίκας, μάε φίλιελ»

«Ρίκας…. Ρίκας… ανόητε!» γρύλισε ο Γκριμ. «εσύ και τα σχέδια σου για το καλύτερο αύριο… Εσταμαρίν και σια! Μπα! Ας γελάσω… Βαδίζετε στο θάνατο, αν ρωτήσεις εμένα.» έκρωξε ο Γκριμ περιπεκτικά.

«Πασιέντσα φίλε μου, έτσι δε λένε στη γη σου; Υπομονή!» κάτι αρχοντικό υπήρχε στη φωνή του ανθρώπου που και μες απ’ τις σκιές ανέδυε ένα άδηλο φως. «Πουλμοριέλα, λέγανε στη Λουξ Ορτένια, καλύτερες μέρες θα ’ρθουν...» ψέλλισε η φιγούρα με το μανδύα και έπεσε σε ονειρικές σκέψεις.

«Έλα στα συγκαλά σου «Λοσαντριανέ»! Η χώρα σου πέθανε… κοράκια τώρα τραγανίζουν τα σωθικά της. Ποτάμιοι και νομάδες, ζήτουλες κάθε λογής. Πειρατές! Λήσταρχοι! Και... μη θαρρείς πως οι άρχοντες των ξανθών δεν την καλοβλέπουν. Έχω περάσει κι από κείνα τα μέρη. Ξέρω τι ζημιές προξενεί ο Σταχτής Στρατός στον Βόριλ τον Αρχοντόφαιο και στα βρωμοχώρια του. Δε θέλει πολύ ακόμη για να αποφασίσει τη μαζική μετακίνηση του λαού του σε μέρη ασφαλέστερα και πλουσιότερα.» τα μάτια του Γκριμ έλαμψαν στο μισόφωτο σαν καλογυαλισμένα μαχαίρια.

«Μη θαρρείς πως είμαι τυφλός, Γκριμ. Ή ότι η Αντίσταση αγνοεί αυτά που λες. Βλέπω τι συμβαίνει στην πατρίδα μου. Ξέρω τι σόι άνθρωποι είναι οι Ποτάμιοι. Και αυτό με θλίβει αφάνταστα. Μην προσβάλεις, ωστόσο τους προγόνους μου. Αλλιώς θα ξεχάσω το παλιό συμβόλαιο και ίσως τα πράγματα μεταξύ μας αλλάξουν δραματικά.» η φωνή μπήχτηκε στα αυτιά του γυρολόγου σαν βελόνα.

«Τι… τι θες να πεις;»

«Πως είναι η κοπέλα;»

«Ποια απ’ τις δυο;» ρώτησε πονηρά ο Γκριμ. «η ομορφούλα ή η ατίθαση;»

«Μη σου μπαίνουν σκέψεις… Η πριγκίπισσα.»

«Ωω, μα φυσικά, η κορούλα της Ελεανόρ… καλά μου φάνηκε. Αρτιμελής...» η φωνή του ακούστηκε επικίνδυνα βλοσυρή και αργόσυρτη.

«Πρόσεξε καλά, Κόρβους. Ξέρω τι κακίες έχεις πράξει στο παρελθόν… Αν μάθω το παραμικρό, το ελάχιστο, το οτιδήποτε επιλήψιμο για τη συμπεριφορά σου απέναντι τους, θα σε κυνηγήσω. Θα σε βρω όπου και να πας. Ακόμη και μέχρι στις σκιές των Εσχατιών αν κρυφτείς θα σε ξετρυπώσω και θα σε σφάξω σα γουρούνι.»

«Μεγάλα λόγια, για Ιππότη που ξέπεσε. Ίσως να κρυφτώ στη σκιά τους, Λαύος. Και εκεί ακριβώς κάτω απ’ τη μύτη σου, να δεις που δε θα με πάρεις καν μυρωδιά.» Ο Γκριμ χαμογέλασε σαρδόνια και τα δόντια του άστραψαν στη αχνή φεγγοβολιά. Κάτι ακόμη άστραψε, όμως μέσα στις σκιές απ’ την πλευρά του ψηλού άντρα. Ο αέρας σκίστηκε στα δυο και το χρυσό λεπίδι έφτασε ένα μονάχα χιλιοστό πριν το λαρύγγι του γυρολόγου. Ο Γκριμ κατάπιε ξερά. Παγωμένος ιδρώτας μούσκεψε τα πυκνά φρύδια του και πνιχτά, άρχισε να ψιθυρίζει:

«Θα… θα μας σκοτώσεις τώρα, Εσταμαρίν; Δεν σε υπολόγιζα για τόσο ανόητο…»

«Τι να μ' εμποδίζει άραγε, γερο Γκριμ; Ένας πρώην Ιππότης και ένα σκουλήκι λιγότερα στην Αντάκρη. Μολύνεις τον αέρα και μόνο που αναπνέεις.»

«Κι αν σου πω, κάτι που δεν ξέρεις…;» συνέχισε ο Γκριμ απεγνωσμένα.

Το λεπίδι έγειρε, άλλαξε απόχρωση στο φως και ο Λαύος το έμπηξε στο κενό της πέτρας ανάμεσα στα πόδια του. Ένας τραγουδιστός ήχος ακούστηκε σαν να κελάρυζε κατευθείαν μες από τη γη.

«Μίλα, όσο έχεις ακόμη το χρόνο και τη γλώσσα σου.» ακούστηκε προστακτικά η φωνή του.

«Ο Πέτρος Λ. Βορόνιν, έρχεται απ’ το Άμπεροτ. Ήμουν εκεί για τρεις μέρες. Και το έμαθα, ναι! Οι γελοίοι τσαρλατάνοι της Γκριμόριεν, τονε στέλνουν για να σας βοηθήσει. Αυτός που ξέρεις και ο ποιητής φανφάρας, ο Ησύχιος.»

«Ο Βορόνιν; Έρχεται εδώ;» είπε με ελπίδα ο Λαύος.

«Αυτός, ναι… ο κοτρονολόγος.»

«Αν η γλώσσα σου δεν είχε πει αυτά τα λόγια, θα στην έκοβα ευχαρίστως Κόρβους. Αλλά φαίνεται ξέρεις καλά πώς να παρατείνεις τη βρωμερή σου ύπαρξη για λιγάκι παραπάνω τη φορά.»

«Έτσι φαίνεται…» συμφώνησε ο Γκριμ και χαμογέλασε αινιγματικά.


Ξαφνική οχλαγωγία διέκοψε την ησυχία και έκανε το σκοτάδι να απλώσει γύρω τους. Ήχοι από ατσάλινες μπότες και καρφιά που έπεφταν σαν κεραυνοί στο λιθόστρωτο.

«Κραταιοί!» διαπίστωσε με τρόμο ο Λαύος. «Κρύψου…» ψιθύρισε στον Κόρβους. Εκείνος μεμιάς έβγαλε ένα σακούλι κάπου απ’ το πανωφόρι του και το άνοιξε διάπλατα. Η σακούλα σάλεψε για λίγο και σαν ο Κόρβους να ήταν νερό τον κατάπιε και έπεσε κάτω με ένα αχνό ‘θουμπ’. Ο Λαύος την άρπαξε και την έδεσε στη ζώνη του. Τράβηξε την κουκούλα της χούπελαντ στο κεφάλι του και ρίχτηκε σε μια γωνία του τοίχου. Έβγαλε το σπαθί του και ψιθύρισε μια παράξενη κουβέντα, «Ελόνιον Αν Τέλυνερ». Το ξίφος άρχισε να αλλάζει. Σιγά σιγά μέσα σε μια έκλαμψη χρυσού φωτός μεταμορφώθηκε σε άρπα. Μια περίτεχνα σκαλισμένη και γλυκόηχη άρπα. Σαν να μην είχαν ποτέ αδράξει σπαθί, τα χέρια του Λαύος άρχιζαν να χαϊδεύουν το μαγεμένο όργανο και αυτό με τη σειρά του απελευθέρωσε μια καμπανιστή μελωδία στο σκοτεινό σοκάκι που γέμισε με μουσικό φως. Οι μπότες ξανακούστηκαν για άλλη μια φορά να βροντοχτυπούν στις πέτρινες πλάκες και ένας αλλόκοτος συρφετός από σίδερο και μαύρες κελεμπίες ξεπρόβαλλε απ’ τη γωνία. Μέσα στο σκοτάδι ο Λάυος μπόρεσε να δει κόκκινα μάτια να τον παρακολουθούν διεξοδικά. Μηχανικά, σχεδόν αλλοπρόσαλλα η μια σκοτεινή φιγούρα άρχισε να τον πλησιάζει. Κάθε ίχνος ευτυχίας δραπέτευσε απ’ το στενό σοκάκι και η άρπα άρχισε να τρεκλίζει, η μελωδία γινόταν κακόφωνη και ενοχλητική. Άκουγε την ανάσα του τώρα, μύριζε τη σκουριασμένη του οσμή. Ο Λαύος συγκράτησε με βία ένα πνιγηρό βογκητό, καθώς τον πλησίαζε ο Κραταιός, αλλά συνέχισε να παίζει. Εκείνος ζύγωνε απειλητικά μη δίνοντας σημασία στη μουσική που χανόταν ολοένα και περισσότερο. Ήχοι σαν γρανάζια που τρίβονται μεταξύ τους ακούγονταν σε κάθε του βήμα και κίνηση του εφιαλτικού πλάσματος, ώσπου η μουσική έσβησε τελείως και τώρα μόνο ένα επίπονο βουητό πλανιόταν στον αέρα. Ένα βουητό αναμεμειγμένο με ένα βρωμερό αναφιλητό από κάποιο ανείπωτο κακό. Ένας ήχος που όμοιος του δεν έχει ακουστεί. Η καρδιά του Κραταιού, χτύπαγε σαν μηχανή. Μια καρδιά που για να μένει πάντα σε κίνηση χρειαζόταν φρέσκο αίμα. Η περιφορά τους αυτόν το σκοπό είχε και ο Λαύος αυτό ακριβώς φοβόταν, την καθημερινή Εκκαθάριση των Κραταιών. Έβγαιναν σε περιπολίες κάθε νύχτα και όποιον έβρισκαν στους δρόμους που δεν ταίριαζε με τους καταλόγους τους ή που είχε παραβεί κάποιον νόμο του Αλφόνσου τον Εκκαθάριζαν… δηλαδή τον σκότωναν παίρνοντάς του το αίμα για τη δική τους ανίερη χρήση.

Ο ζοφερός Κραταιός πλησίασε την κουκουλωμένη φιγούρα που έτρεμε ελαφρά, αν και δεν είχε κρύο στην Νελ Όντιελ. Το χέρι του πρόβαλε κάτω απ’ το μανδύα και έσφιγγε ένα γαμψό μαχαίρι μ’ ένα αιχμηρό αγκίστρι στην άκρη του. Η ανάσα του ακουγόταν απάωθρωπη, σχεδόν τερατώδης σαν βρυχηθμός κάτω από τη σιδερένια μάσκα. Τα μάτια του έκαιγαν σαν φωτιά. Δυο κατακόκκινες βούλες που ερευνούσαν αδιάκοπα.

«Κάνε γνωστό το όνομά σου, στο Βασιλιά.» ακούστηκε μια φιμωμένη φωνή κάτω απ’ τη μάσκα. Ακουγόταν απόμακρη και βαθιά, σαν να έβγαινε από μιαν άλλη διάσταση.

«Λαύος… Έσταμαρίν.» απάντησε τρομαγμένα η φιγούρα και άρχισε να σέρνεται προς τα πίσω σπρώχνοντας τα πόδια του.

Με μια απροσμέτρητα γρήγορη κίνηση ο Κραταιός τίναξε το μαχαίρι του και το αγκίστρι πετάχτηκε σαν σαΐτα. Με ένα μεταλλικό ήχο που έκανε τη ραχοκοκαλιά του Λαύος να ανατριχιάσει καρφώθηκε στον τοίχο. Μια αλυσίδα που έσταζε ακόμη αίμα το ένωνε με το μαχαίρι.

«Μην κουνιέσαι Εσταμαρίν. ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΣ ΤΟΝ ΝΟΜΟ 19 ΠΕΡΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ. Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΕΙΝΑΙ, ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ.»

Η φωνή ακούστηκε απόλυτη και φρικιαστική. Ο Λαύος ένιωσε να χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια του. Δεν είχε παρά μόνο ελάχιστο χρόνο να αντιδράσει.

Σηκώθηκε αργά κρατώντας την άρπα απ’ το σώμα της ενώ με το δείκτη χάιδευε απαλά μια χορδή της.

«Όπως προστάζει ο Βασιλιάς. Είμαι παράνομος και αξίζω τον θάνατο.»

Ο Κραταιός πλησίασε τραβώντας το αγκίστρι απ’ τον τοίχο και σήκωσε το μαχαίρι. Με το άλλο του χέρι ξεσκέπασε το στέρνο του απ’ το μανδύα και κάτι το σιχαμερό σάλεψε μέσα απ’ τα συραμμένα σπλάχνα του. Ένας μακρουλός μυζητήρας πρόβαλλε σαν τρίτο χέρι και με ένα απαίσιο κροτάλισμα πετάχτηκε απ’ το μπλαβί στήθος του. Είχε δύο σειρές κοφτερά δόντια για να ξεσκίζει σάρκες και μύριζε νεκρό αίμα.

«Ελόνιον Αρέθα, Νάνιμα! Νάνιμα!» Πρόλαβε να φωνάξει ο Λαύος και η άρπα τινάχτηκε στον αέρα. Για ελάχιστο χρόνο αιωρήθηκε πάνωθέ τους και άλλαξε, έγινε πάλι ξίφος κι ύστερα ένα ξυράφι φωτός ξεπήδησε απ’ τη χρυσαφιά του κόψη. Έπεσε με δύναμη πάνω στον μυζητήρα και τον χώρισε απ’ το σώμα του φύλακα με ένα καίριο χτύπημα. Ένα κροτάλισμα και ένα μουγκρητό από μέρος του Κραταιού που σωριάστηκε κάτω μέσα σε φρικτούς πόνους και μετά μια φωτεινή καταιγίδα ξεχύθηκε απ’ το σπαθί. Αργά και επιβλητικά το υπέρλαμπρο ξίφος έγινε ένα με το χέρι του Λάυος. Κύματα φωτός εξοβέλισαν τους Κραταιούς που πάσχιζαν να ξεφύγουν απ’ την πρωτόγνωρη λαμπρότητα. Γνώρισαν τον τρόμο για πρώτη τους φορά. Έτρεξαν να κρυφτούν μακριά απ’ το κουφάρι του συμμάχου τους. Πίσω στα υπόγεια λαγούμια τους, εκεί όπου ύστερα θα έδιναν αναφορά στο Στρατηγό τους και εκείνος με τη σειρά του, στον ίδιο τον Αντιβασιλιά Αλφόνσο.

Και τότε, όταν το φως υποχώρησε, όταν η ησυχία επανήλθε, ο Λαύος ένιωσε τον πιο βαθύ φόβο. Είχε σκοτώσει έναν Κραταιό. Είχε διαπράξει το μεγαλύτερο έγκλημα που κάποιος ήταν ικανός να διαπράξει στη δέσμια Νελ Όντιελ. Ο Αλφόνσος θα το μάθαινε πολύ σύντομα. Ίσως και να το ήξερε ήδη. Οι Κραταιοί θα ξανάρχονταν για κείνον αλλά και για την Αντίσταση. Η αφορμή είχε δοθεί. Ήξερε ότι η πράξη του θα οδηγούσε σε μια αλυσιδωτή αντίδραση αντιποίνων από το Ενάλιον και δεν ήταν έτοιμοι ακόμη… Ήθελε κι άλλο χρόνο. Χρειαζόταν εγγυήσεις που δεν είχε. Και προπαντός έπρεπε να προστατευτεί η πριγκίπισσα.

Έπρεπε να δράσει… να δράσει γρήγορα.