13/5/08


Εδω ένας νεαρος Τίμοθυ Πάρκερ. >

Επιδοξος μάγος και νυν ταχυδακτυλουργός, σ αυτό το σκίτσο, ακόμη χωρίς κανένα διακριτικό του μοχθου του.
Επιστρέφει ξανά ένα πρωί του Βάλαχαρ (ο δεύτερος καλοκαιρινός μήνας της Αντάκρης - σύμφωνα με το ημερολόγιο των Δυτικών Καστροπόλεων), στο σπουδαστήριο της Γκριμόριεν, στο Άμπεροτ.

Πολλές εκπλήξεις τον περιμένουν ωστόσο... Πράγματα που χάθηκαν, υπερήλικες μάγοι με κρίσεις προσωπικότητας, ένα παιχνίδι με τράπουλα κι ενα αντίπαλον δέος από τα παλιά.
Πόσο μπορείτε να περιμένετε για να μαθετε;

Η συνέχεια της έρευνας σε λίγες μέρες...

(Φήμες κυκλοφορούν σχετικά με την ύπαρξη ενός πολύ συγκεκριμένου τρολ (!) καιθώς και για την ανάμειξή του στην ιστορία μας. Προσοχή! Ουδεμία ευθύνη φέρω αν προκληθεί κάποιος απρόβλεπτος πανικός στις τάξεις των αναγνωστών μου.)

ΜΜ

1/5/08

Ράφλγκαφ
(ή το τρολ στο τρόλει)

Μια ιστορία του Τίμοθυ Πάρκερ
απ’ τις πρώτες περιπέτειες του στην Αντάκρη


Δυο λόγια για τον Τίμοθυ.

Ο Τίμοθυ Πάρκερ, είναι ένα αγόρι απ’ το Λονδίνο. Από μικρός ήταν πολύ έξυπνος και ταλαντούχος σε πολλά πράγματα. Είχε ιδιαίτερη τάση στην μάθηση και στο διάβασμα γενικότερα, ήξερε να παίζει φλάουτο και έλυνε δύσκολους γρίφους γι’ αστείο.
Ο Τίμοθυ, όπως όλα τα παιδιά στα έντεκα τους ονειρευόταν συχνά όταν κοιμόταν. Σε αντίθεση με όλα τα παιδιά της ηλικίας του όμως, ο Τίμοθυ κατείχε κι ένα σπάνιο χάρισμα… ήταν Ονειροβάτης. Μπορούσε αυθόρμητα να κάνει ένα «άλμα» κατευθείαν μέσα στα όνειρα του. Και για φανταστείτε… σύντομα ανακάλυψε πως μέσω του χαρίσματος του αυτού μπορούσε να ζει δυο εντελώς διαφορετικές ζωές… τη μία στην Αγγλία ως μαθητής σ’ ένα τυπικό, βαρετό σχολείο και την άλλη σε έναν φανταστικό κόσμο ως μάγος της πρώτης συνομοταξίας.
Ότι γνωρίζω για εκείνον το έμαθα από ένα κείμενο, με τον τίτλο «Το ημερολόγιο της Ευγενίας Βασιλικού» που εξιστορεί τις έξι μεγάλες περιπέτειές του με τις φίλες του, την Ευγενία και την Κίρσι σε μια παράξενη διάσταση με το όνομα Αντάκρη.
Για την Αντάκρη γνωρίζω πολλά μιας και είμαι πια μέρος της, άλλα ό,τι έχει αρκετή σημασία γι’ αυτόν τον κόσμο συνοψίζεται υπέροχα σε αυτό το μικρό ποίημα που έγραψε και μου χάρισε κάποτε ένας φίλος μου.

Δώδεκα της πλάσης οι πλευρές
Δώδεκα της εκλεκτής τα χρόνια
Δώδεκα τ’ αστέρια τυχερά
που δώδεκα έχουν κόσμους…

Αντάκρη στέκει μακρινή
Απέναντι απ’ την Άκρη.
Και σ’ όνειρα καβάλα έρχονται
πάμπολλοι επισκέπτες…

Και ποιος θαρρεί πως ξέρει;
Ποιος άραγε θα μάθει;
Τι μέλλουνε να κάνουνε,
όλοι αυτοί στο χρόνο;

Δώδεκα της πλάσης οι πλευρές
Δώδεκα της εκλεκτής τα χρόνια
Δώδεκα τ’ αστέρια τυχερά
που δώδεκα έχουν κόσμους…




*
* *

«Όχι.. δε νομίζω… Ή μάλλον, δε βαριέσαι… σπάνια βρίσκεις ένα καλό στιγμιαίο ταξίδι για… πόσο είπαμε πάλι;» ρώτησε σκεπτικός ο Τίμοθυ Πάρκερ κοιτάζοντας την μεγάλη καραμέλα που έμοιαζε με γλυκάκι τσάρλεστον.
«Τρία ρεν, κοψοχρονιά…» απάντησε ο νόκερ-πωλητής τακτοποιώντας το καλάθι με την πραμάτεια στους μικροκαμωμένους ώμους του. Οι δυο τους είχαν συναντηθεί στην κεντρική αγορά του Αμπερότ που βούιζε απ’ την πολυκοσμία εκείνη την ώρα.

Τώρα πρέπει κανείς να γνωρίζει πως το Αμπερότ είναι η τελευταία πόλη των μάγων στην Αντάκρη, (αν και έμοιαζε περισσότερο με καστρόπολη, δηλαδή μια περιφραγμένη πόλη). Επίσης πρέπει να ξέρουμε, για την ιστορία, ότι η Αντάκρη είναι ο τελευταίος απ’ τους δώδεκα κόσμους και πως κι εκεί σχεδόν όλοι πληρώνουν τα αγορασμένα με πολύτιμους λίθους, που είναι για τους Αντακριανούς ό,τι ακριβώς είναι τα χρήματα για εμάς. Και οι νόκερς επομένως τα υπολογίζουν σοβαρά. Ίσως πολύ σοβαρά μερικές φορές.
Οι νόκερς είναι περιβόητοι έμποροι που συνήθως ζουν σε υπόγειες πόλεις και δεν χάνουν ευκαιρία να συναναστρέφονται ανθρώπους. Ιδιαίτερα τους μάγους στο Αμπερότ που ενδιαφέρονται ως επί το πλείστον για τα αγαθά τους.
«Μμμ… τρία ρεν ε; Λίγο περισσότερα απ’ όσα ξοδεύω συνήθως σε τέτοια αντικείμενα.» παραπονέθηκε ο Τίμοθυ.
«Ωωω, μα είναι ένα ιδιαίτερο ταξίδι, κύριε… αν μου επιτρέπεται…» αποκρίθηκε ο πωλητής διαισθανόμενος ότι ο νεαρός μάγος είχε αρχίσει να σκέφτεται την πιθανότητα να μην αγοράσει κάτι απ’ το καλάθι του.
«Για πού είπαμε ότι είναι;»
«Για την οδό της Αντήχησης στο νούμερο… εεε, μισό λεπτό, να το, στο νούμερο 399.» απάντησε ο μουσάτος νόκερ και του έδειξε το περιτύλιγμα της καραμέλας που είχε πάνω του γραμμένες τις οδηγίες με μικροσκοπικά γράμματα.
«Για την οδό Αντήχησης… μάλιστα. Όχι και πολύ μακριά από δω…κάπου εκεί κοντά αν δεν κάνω λάθος περνάει και η συγκοινωνία για το….»
«Για… ποιο;» ρώτησε ξαφνικά γεμάτος ενδιαφέρον ο νόκερ και τράβηξε την καραμέλα απ’ το χέρι του Τιμοθυ.
«Εεε, για την Γκριμόριεν, το σπουδαστήριο της συνομοταξίας μου.» είπε βιαστικά ο νεαρός μάγος. «Ξέρεις, τώρα που το σκέφτομαι, από έναν νόκερ είχα αγοράσει και το μαγικό μου ραβδί πέρυσι. Από τότε δεν έχω καταφέρει να ολοκληρώσω ούτε μια γητειά.» άλλαξε τελικά θέμα.
«Δεν ξέρω τι εννοείτε κύριε…» απάντησε θιγμένος ο νόκερ και πήρε ύφος επαγγελματικό. «Τα δικά μου αντικείμενα είναι ελεγμένα και η χρησιμότητα τους είναι εγγυημένη. Δεν ξέρω ποιος από μας σας πούλησε το ραβδί, αλλά αποτελεί δυσφήμιση για την ποιότητα των εμπορευμάτων μας. Αγοράστε αυτό το ταξίδι και αν δεν σας ικανοποιήσει, να μη με λένε Πήτερ Ρούμπινο! Ορίστε σας κάνω κι έκπτωση, ένα ολόκληρο ρεν!»
«Ας είναι. Θα το αγοράσω.» Ο Τιμοθυ έβγαλε από το πουγκί του δυο θαμποπράσινα πετραδάκια και τα πέταξε στον Ρούμπινο. Εκείνος τ’ άρπαξε στον αέρα ενώ από μια τσέπη του εμφάνισε ένα χρυσό μονόκλ. Το φόρεσε, εξέτασε τα ρεν και κατόπιν τα έχωσε στην τσέπη του. Ικανοποιημένος, ευχαρίστησε, το μάγο, έκανε μια παρωδία υπόκλισης κι εξαφανίστηκε μέσα στον κόσμο.
Ο Τίμοθυ έβαλε το στιγμιαίο ταξίδι σε μια τσέπη της χούπελαντ που φορούσε. Την τύλιξε γερά πάνω του και κοίταξε τον κεντρικό δρόμο του Αμπερότ. Στο βάθος διέκρινε τον ολόλευκο Πύργο του Νεύτωνα, στα δεξιά του την κατάφυτη περιφέρεια της σχολής Γκριμόριεν και αριστερά του την πυκνοχτισμένη περιοχή των Ελεύθερων Πολιτών με το παλιό Δημαρχείο.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και φόρεσε την κουκούλα της χούπελαντ του.
«Σπίτι ξανά…» μονολόγησε ευχαριστημένος.


Συνεχίζεται….


Μενεστρέλ του Μιραβάλ